- ὑπεκωμῴδουν
- ὑποκωμῳδέωplay upimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ὑποκωμῳδέωplay upimperf ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκωμωδώ — έω, Α διακωμωδώ, χλευάζω λίγο ή κρυφά («τὰ πολλὰ ὑπεκωμῴδουν συνωθοῡντες εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Χαρικλείας», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κωμῳδῶ «παίζω κωμωδία, εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω»] … Dictionary of Greek